- ἀληθινόπινος
- ἀληθινό-πινος (-πειν- Pap.), ον,A with genuine patina,
ἐνώτια CPR 22.6
(ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνώτια CPR 22.6
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αληθινόπινος — ἀληθινόπινος, ον (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος, που αποτελείται από πραγματικά μαργαριτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + πίνη «είδος οστρακόδερμου, μαργαριτάρι»] … Dictionary of Greek